- ὀλιγότης
- ὀλιγότηςfewnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀλιγότητα — ὀλιγότης fewness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγότητι — ὀλιγότης fewness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγότητος — ὀλιγότης fewness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
умаление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. ὀλιγότης, ἐλάττωσις) малость, малое… … Словарь церковнославянского языка
ολιγότητα — η (Α ὀλιγότης, ητος) [ολίγος] 1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο 2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.) αρχ. 1. (για χρόνο) βραχύτητα 2. (για φωνή) αδυναμία … Dictionary of Greek
ՍԱԿԱՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0686 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. ὁλιγότης paucitas, parvitas. Սակաւն դոլ. նուազութիւն. սակաւաւորութիւն. քչութիւն. ... *Նուազեալ սակաւութեամբ ʼի կենցաղումս յօրանայ: Հայէին յիւրեանց սակաւութիւնն: Հայեցան եւ յիւրեանց սակաւութիւնն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)